- διεκρίθησαν
- διεκρί̆θησαν , διακρίνωseparate one from anotheraor ind pass 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαναγωγή — η (AM ἐπαναγωγή) [επανάγω] επαναφορά, αποκατάσταση νεοελλ. επιστροφή, επάνοδος αρχ. 1. η αποκατάσταση τού ανθρώπου («γενόμενος ἄνθρωπος [ὁ Ἰησούς] ἐπ ἀναγωγῆ τοῡ ἄνθρωπείου γένους», Ιουστ.) 2. επίθεση με πολεμικά πλοία («διὰ τὴν τῶν Κορινθίων… … Dictionary of Greek